- κτηματικός
- κτηματικός, vermögend, begütert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… … Dictionary of Greek
κτηματικῶν — κτηματικός possessed of wealth fem gen pl κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοί — κτηματικός possessed of wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοῦ — κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικούς — κτηματικός possessed of wealth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικῶς — κτηματικός possessed of wealth adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… … Dictionary of Greek